άπελπις


άπελπις
Προφορά

Ετυμολογία
άπελπις από + ελπίς

Ερμηνεία
άπελπις

✦ -ις, -ι (γεν. -ιδος) επίθ. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, απελπισμένος: απέλπιδες προσπάθειες για τη διάσωση των ναυαγών – γρήγορος νους τώρα αντιδρά στο άπελπι φως (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.