άνω
Προφορά
Ετυμολογία
άνω αρχαία ελληνική ἄνω, από την πρόθεση ἀνά
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ άνω
✦ (για στάση ή κίνηση) σε σημείο που βρίσκεται ψηλότερα από τον ομιλητή ή αντικείμενο, επάνω
✦ (με γεν.) ψηλότερα από ή περισσότερο από: άνω των δέκα χιλιάδων – άνω του γόνατος εντοπίζεται ο πόνος
✦ (ως γεωγραφικός προσδιορισμός) στο εσωτερικό χώρας ή περιοχής: άνω Αίγυπτος (σε αντίθ. προς την κάτω Αίγυπτο)
✦ φρ. γίνομαι άνω κάτω, αγανακτώ, εξοργίζομαι – κάνω κάποιον άνω κάτω, τον αναστατώνω, τον συγχύζω – άνω κάτω, (για χώρο) φύρδην μίγδην, ακατάστατα: το σπίτι – το γραφείο – το μαγαζί κτλ. είναι άνω κάτω
✦ φρ. άνω ποταμών, εντελώς παράλογο, εξωφρενικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κάτω
Επιρρήματα
–