άνοιξη


άνοιξη
Προφορά

Ετυμολογία
άνοιξη αρχαία ελληνική ἄνοιξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άνοιξη

✦ η εποχή του χρόνου που ακολουθεί το χειμώνα: άνοιξη ήταν γλυκιά κι είχε λιώσει το χιόνι (Κ. Χατζόπουλος)
✦ η εποχή της νεότητας
✦ η περίοδος της ακμής, της άνθησης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.