άνθρακας
Προφορά
Ετυμολογία
άνθρακας αρχαία ελληνική ἄνθραξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο άνθρακας
✦ κάρβουνο
✦ (μτφ. ) φρ. άνθρακας ο θησαυρός, για διάψευση ελπίδων, όταν αναμένει κάποιος σπουδαία ή πολύτιμα και βρίσκει ασήμαντα ή ευτελή
✦ είδος κακοήθους έλκους ανθρώπων και ζώων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–