άνθος


άνθος
Προφορά

Ετυμολογία
άνθος αρχαία ελληνική ἄνθος

Ερμηνεία
άνθος

✦ (γεν. πληθ. των ανθέων) το μέρος του φυτού όπου βρίσκονται τα όργανα αναπαραγωγής του και αναπτύσσεται ο καρπός
(μτφ. ) το πιο εκλεκτό μέρος ενός συνόλου
(μτφ. ) ανθηρότητα, ακμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.