άλλαγμα
Προφορά
Ετυμολογία
άλλαγμα αρχαία ελληνική ἄλλαγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άλλαγμα
✦ αντικατάσταση
✦ (ειδ.) αντικατάσταση των φορεμένων εσωρούχων με καθαρά
✦ μετατροπή νομίσματος σε άλλα μικρότερης αξίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–