άλκιμος
Προφορά
Ετυμολογία
άλκιμος αρχαία ελληνική ἄλκιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άλκιμος -η, -ο
✦ δυνατός, ρωμαλέος: η πολιτική, ηθική, πνευματική παρακμή μιας άλκιμης άλλοτε χώρας (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
εύρωστος, σφριγηλός
Αντίθετα
αδύναμος, ανίσχυρος, άτονος
Επιρρήματα
αλκίμως