άλιωτος


άλιωτος
Προφορά

Ετυμολογία
άλιωτος ἀ στερητικό + λιώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ άλιωτος -η, -ο

✦ όχι λιωμένος, που δεν έχει συνθλιβεί, δεν έχει ρευστοποιηθεί ή δεν έχει αποσυντεθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα
λιωμένος
Επιρρήματα
άλιωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.