άλατα
Προφορά
Ετυμολογία
άλατα μεταγενέστερη ελληνική ἁλατα, πληθ. του └ουσ┘ ἁλας
Ερμηνεία
άλατα
✦ ουσ. (χημ.) προϊόντα της ενώσεως των οξέων με τις βάσεις
✦ ανόργανες ουσίες που εισάγονται στον οργανισμό με την τροφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–