άλαλος
Προφορά
Ετυμολογία
άλαλος αρχαία ελληνική ἄλαλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άλαλος -η, -ο
✦ ο χωρίς λαλιά, βουβός, μουγκός: τ’ άλαλα χείλη, ίσως ερθεί στιγμή και λαλήσουν (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
άναυδος
Αντίθετα
λάλος, πολυλογάς
Επιρρήματα
άλαλα (Κ αλάλως)