άκρος
Προφορά
Ετυμολογία
άκρος αρχαία ελληνική ἄκρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άκρος -α, -ο
✦ ο ακραίος, που βρίσκεται στο άκρο ενός πράγματος ή ενός συνόλου
✦ (μτφ. ) τέλειος, απόλυτος: άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει (Διον. Σολωμός)
✦ υπερβολικός, υπέρμετρος: άκρα φιλοδοξία – επιμέλεια
✦ φρ. τα δύο άκρα αντίθετα, για πρόσ. που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, χαρακτήρα κτλ.
✦ φρ. το άκρον άωτον, το αποκορύφωμα, η ανώτατη βαθμίδα
✦ ουδ. άκρο ως ουσ. βλ. λ.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άκρα (Κ άκρως)