άκραχτος
Προφορά
Ετυμολογία
άκραχτος ἀ στερητικό + κράζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άκραχτος -η, -ο
✦ που δεν έκραξε, δε λάλησε ακόμη
✦ αυτός τον οποίο δεν κάλεσαν, απρόσκλητος
✦ (μτφ. ) ο πριν απ’ τα μεσάνυχτα, πριν απ’ το λάλημα των πετεινών: βαθιά, άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί (Ιω. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άκραχτα, πριν να λαλήσουν οι πετεινοί, πριν από τα χαράματα