άδουλος


άδουλος
Προφορά

Ετυμολογία
άδουλος αρχαία ελληνική ἄδουλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άδουλος -η, -ο

✦ άνεργος, ο χωρίς δουλειά ή που αποφεύγει τη δουλειά, αργόσχολος: πώς μπορεί να κάθεται άδουλος σαν άκαρπο δεντρί; (Καρκαβίτσας)

Συνώνυμα
οκνηρός, ακαμάτης, τεμπέλης
Αντίθετα
δουλευτής, φίλεργος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.