άδοξος
Προφορά
Ετυμολογία
άδοξος αρχαία ελληνική ἄδοξος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άδοξος -η, -ο
✦ ο χωρίς δόξα: μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
άσημος, αφανής
Αντίθετα
δοξασμένος
Επιρρήματα
άδοξα (Κ αδόξως)