άδικος


άδικος
Προφορά

Ετυμολογία
άδικος αρχαία ελληνική ἄδικος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άδικος -η, -ο

✦ ο μη δίκαιος, ο ασυμβίβαστος με τους νόμους ή τις ηθικές επιταγές
✦ το ουδ. άδικο(ν) ως ουσ., η αδικία: όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ άδικο πολέμα (Κ. Βάρναλης)
✦ μάταιος, ανώφελος: άδικος κόπος – φρ. άδικα των αδίκων, αδικαιολόγητα, μάταια: τιμωρήθηκε ο Κυριάκος με πέντε μέρες κράτηση, άδικα των αδίκων (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
άδικα (Κ αδίκως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.