άδειος
Προφορά
Ετυμολογία
άδειος αδειάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άδειος -α, -ο
✦ ο χωρίς περιεχόμενο, κενός
✦ εύκαιρος, μη κατειλημμένος
✦ (μτφ. ) ο χωρίς αισθήματα, χωρίς ψυχική και πνευματική υπόσταση: άδειος από γνώμη και καρδιά (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
γεμάτος
Επιρρήματα
–