άδεια
Προφορά
Ετυμολογία
άδεια αρχαία ελληνική ἄδεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άδεια
✦ παροχή δικαιώματος, από αρμόδια αρχή, για ενέργεια ή παράλειψη: γραπτή-προφορική άδεια – άδεια γάμου-εισόδου-εξόδου
✦ δημόσιο έγγραφο που πιστοποιεί ότι στον κάτοχό του έχει δοθεί το αναφερόμενο στο έγγραφο δικαίωμα: άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου – άδεια λειτουργίας καταστήματος – άδεια οπλοφορίας
✦ συγκατάθεση, συναίνεση: έχει την άδεια να του τηλεφωνεί ό,τι ώρα θέλει – με την άδειά σας, να καθίσω;
✦ ειδικότερα, το δικαίωμα και ο χρόνος αποχής από εργασία
✦ ποιητική άδεια, λεκτική ή συντακτική ανωμαλία που επιτρέπεται σε ποιητή (εύχρ. συν., στη φρ. ποιητική αδεία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–