άγω
Προφορά
Ετυμολογία
άγω αρχαία ελληνική ἄγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ άγω
✦ οδηγώ, φέρνω: τούτα όλα άγουν στη συστηματική καλλιέργεια του ρυθμού (Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας) – άγει το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του
✦ φρ. άγεται και φέρεται, για πρόσ. άβουλο, χωρίς προσωπικότητα και αντιστάσεις: άγεται και φέρεται από τη γυναίκα του
✦ φρ. πήρε την άγουσα (το δρόμο προς)
✦ διανύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–