άγχος
Προφορά
Ετυμολογία
άγχος από το αρχαία ελληνικό ρήμα ἄγχω (= σφίγγω το λαιμό)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άγχος
✦ αγωνία, παθολογική ψυχική κατάσταση που κλιμακώνεται από την έντονη δυσφορία ως τον πανικό, και της οποίας προηγούνται συνθήκες πραγματικής ή συμβολικής απειλής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–