άγναφος


άγναφος
Προφορά

Ετυμολογία
άγναφος αρχαία ελληνική ἄγναπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άγναφος -η, -ο

✦ ο αλεύκαντος, που δεν λευκάνθηκε
✦ ακατέργαστος: άγναφο δέρμα
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο μη εξασκημένος, αγύμναστος: ήταν ένα θάμασμα πως εκείνος ο άγναφος λαός ήταν μπασμένος στο μυστήριο της πολιτικής (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.