άβγαλτος
Προφορά
Ετυμολογία
άβγαλτος ἀ στερητικό + βγάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άβγαλτος -η, -ο
✦ που δε βγήκε από τη θέση του
✦ που δεν έχει απομακρυνθεί από κάποια περιοχή
✦ (μτφ. ) άπραγος, αθώος: εδώ ‘ναι κόρες άβγαλτες κι άπραγοι νέοι και γέροι (Δ. Σολωμός)
Συνώνυμα
άμαθος, άπειρος, αδαής, αχειράφετος
Αντίθετα
έμπειρος, ξεβγαλμένος
Επιρρήματα
–