άβαφος
Προφορά
Ετυμολογία
άβαφος ἀ στερητικό + βάφω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άβαφος -η, -ο
✦ άβαπτος (βλ. λ.) , ο μη βαμμένος, αχρωμάτιστος, αμπογιάντιστος
✦ ο αφτιασίδωτος, που δεν χρησιμοποίησε φτιασίδια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βαμμένος, μπογιαντισμένος
Επιρρήματα
–