άβαπτος
Προφορά
Ετυμολογία
άβαπτος αρχαία ελληνική ἄβαπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άβαπτος -η, -ο
✦ άβαφος (βλ. λ.)
✦ για πυρακτωμένο μέταλλο, που δεν βυθίστηκε μέσα σε κρύο νερό για να αποκτήσει μεγαλύτερη σκληρότητα
Συνώνυμα
αστόμωτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–