άβαλτος
Προφορά
Ετυμολογία
άβαλτος ἀ στερητικό + βάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άβαλτος -η, -ο
✦ ο μη τοποθετημένος στην προορισμένη θέση
✦ (για φυτά) αφύτευτος
✦ (για είδη ιματισμού) αφόρετος, αμεταχείριστος
Συνώνυμα
άχωστος ,άθικτος, αχρησιμοποίητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άβαλτα