zoom


zoom
Προφορά

{zu:m}

(Ουσιαστικό)
● βόμβος
● πτήση αεροπλάνου πρός τα άνω

(Ρήμα)
● ανίπταμαι διαγωνίως
● μεγεθύνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.