writ Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply writΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/writ.mp3{rıt} (Ουσιαστικό)● δικαστικό έγγραφο● ένταλμα └[Εκφράσεις]┘● Holy Writ = άγια γραφή Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση