wrest


wrest
Προφορά

{rest}

(Ουσιαστικό)
● στροφέας έγχορδου όργανου
● στροφή

(Ρήμα)
● στρέφω βιαίως
● τραβώ
● αποσπώ βίαια
● αποσπώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.