wrench


wrench
Προφορά

{rentʃ}

(Ουσιαστικό)
● βίαια στροφή
● βίαιο τράβηγμα
● γαλλικό κλειδί
● κλειδί βίδας
● στραμπούληγμα
● κοχλιοστρόφιο

(Ρήμα)
● στρέφω
● διαστρέφω
● στρεβλώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.