wreck


wreck
Προφορά

{rek}

(Ουσιαστικό)
● ναυάγιο
● σαράβαλο
● ερείπιο
● ρημάδι

(Ρήμα)
● καταστρέφω
● κατεδαφίζω
● αφανίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.