window-shop Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply window-shopΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/window-shop.mp3{‘wındəʋ,ʃɒp} (Ρήμα)● κυττάζω τας προθήκας παράθυρων χωρίς να αγοράζω● κοιττάζω τας προθήκας παράθυρων χωρίς να αγοράζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση