way
Προφορά
{weı}
(Ουσιαστικό)
● δρόμος
● οδός
● τρόπος
● μέσο
● πέρασμα
└[Εκφράσεις]┘
● give way to = διαδέχομαι
● υποχωρώ
● I lost my way = έχασα το δρόμο μου`in the same way = παρομοίως
● παρόμοια`in this way = τοιουτοτροπώς
● out of the way = παράμερα
● that way = από εκεί
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση