waterproof


waterproof
Προφορά

{‘wɒtər,pru:f}

(Επίθετο)
● αδιάβροχος
● υδατοστεγής

(Ρήμα)
● κάνω αδιάβροχο
● κάνω υδατοστεγή

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.