warrant Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply warrantΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/warrant.mp3{‘wɔ:rənt} (Ουσιαστικό)● εγγύηση● ένταλμα● εξουσιοδότηση (Ρήμα)● εγγυώμαι● εξουσιοδοτώ● δικαιολογώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση