warrant


warrant
Προφορά

{‘wɔ:rənt}

(Ουσιαστικό)
● εγγύηση
● ένταλμα
● εξουσιοδότηση

(Ρήμα)
● εγγυώμαι
● εξουσιοδοτώ
● δικαιολογώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.