wainscot


wainscot
Προφορά

{‘weınskət}

(Ουσιαστικό)
● ξύλινη επένδυση
● φάτνωμα
● ξύλινο πλαίσιο

(Ρήμα)
● καλύπτω εσωτερικώς με σανίδας

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.