vow


vow
Προφορά

{vaʋ}

(Ουσιαστικό)
● επίσημη υπόσχεση
● υπόσχεση με όρκο εις τον θεόν
● όρκος
● αφιέρωμα
● τάμμα

(Ρήμα)
● ορκίζομαι επισημώς
● αφιερώ
● τάζω
● βεβαιώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.