volunteer


volunteer
Προφορά

{,vɒlən’tıər}

(Ουσιαστικό)
● εθελοντής

(Ρήμα)
● προσφέρω εθελοντικώς
● προσφέρομαι εθελοντικώς

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.