virgin


virgin
Προφορά

{‘vɜ:rdʒın}

(Ουσιαστικό)
● παναγία
● παρθένος κόρη

(Κύριο ουσιαστικό)
● Παρθένος (ζώδιο)

(Επίθετο)
● παρθενικός

(Ουσιαστικό)
● παρθένα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.