virgin Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply virginΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/virgin.mp3{‘vɜ:rdʒın} (Ουσιαστικό)● παναγία● παρθένος κόρη (Κύριο ουσιαστικό)● Παρθένος (ζώδιο) (Επίθετο)● παρθενικός (Ουσιαστικό)● παρθένα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση