vault


vault
Προφορά

{vɔ:lt}

(Ουσιαστικό)
● θόλος
● αποθήκη
● κρύπτη
● υπόγειο
● πήδημα

(Ρήμα)
● πηδώ
● κατασκευάζω θόλον

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.