vault Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply vaultΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/vault.mp3{vɔ:lt} (Ουσιαστικό)● θόλος● αποθήκη● κρύπτη● υπόγειο● πήδημα (Ρήμα)● πηδώ● κατασκευάζω θόλον Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση