vanity


vanity
Προφορά

{‘vænıtı}

(Ουσιαστικό)
● κενοδοξία
● ματαιότης
● ματαιότητα
● ματαιοδοξία
● αυταρέσκεια
● ματαιοφροσύνη

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.