vacation


vacation
Προφορά

{veı’keıʃən}

(Ουσιαστικό)
● διακοπή
● αργία
● διακοπές
● σχολή
● εκκένωση

(Ρήμα)
● έχω σχολήν
● έχω αργίαν

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.