utility Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply utilityΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/u/utility.mp3{ju:’tılətı} (Ουσιαστικό)● χρησιμότης● ωφελιμότης● ωφελιμότητα● δημόσια υπηρεσία● χρησιμότητα● ωφέλεια Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση