utility


utility
Προφορά

{ju:’tılətı}

(Ουσιαστικό)
● χρησιμότης
● ωφελιμότης
● ωφελιμότητα
● δημόσια υπηρεσία
● χρησιμότητα
● ωφέλεια

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.