usual


usual
Προφορά

{‘ju:ʒu:əl}

(Επίθετο)
● συνηθισμένος

(Ουσιαστικό)
● συνήθης

└[Εκφράσεις]┘
● as is usual = όπως συνηθίζεται
● as usual = ως συνήθως

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.