unbelieving Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply unbelievingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/u/unbelieving.mp3{,ʌnbı’lıvıŋ} (Επίθετο)● δύσπιστος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση