umpire


umpire
Προφορά

{‘ʌmpaıər}

(Ουσιαστικό)
● διαιτητής
● κριτής
● αγωνοδίκης

(Ρήμα)
● κρίνω ώς αγωνοδίκης

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.