trustee Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply trusteeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/trustee.mp3{trʌ’sti:} (Ουσιαστικό)● επίτροπος● επιμελητής● θεματοφύλακας● θεματοφύλαξ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση