trust Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply trustΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/trust.mp3{trʌst} (Ουσιαστικό)● εμπιστοσύνη● παρακαταθήκη● πίστη● καταπίστευμα● πίστωση● εμπορικός συνδυασμός● τράστ (Ρήμα)● εμπιστεύομαι● έχω πίστη● έχω πεποίθηση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση