trust


trust
Προφορά

{trʌst}

(Ουσιαστικό)
● εμπιστοσύνη
● παρακαταθήκη
● πίστη
● καταπίστευμα
● πίστωση
● εμπορικός συνδυασμός
● τράστ

(Ρήμα)
● εμπιστεύομαι
● έχω πίστη
● έχω πεποίθηση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.