trigger


trigger
Προφορά

{‘trıgər}

(Ουσιαστικό)
● σκανδάλη
● σκανδάλη όπλου

(Ρήμα)
● θέτω εις ενέργεια
● τραβώ την σκανδάλη

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.