trial


trial
Προφορά

{‘traıəl}

(Επίθετο)
● δικαστικός
● δοκιμαστικός

(Ουσιαστικό)
● δοκιμή
● δίκη
● εκδίκαση
● δοκιμασία

└[Εκφράσεις]┘
● by trial and error = εμπειρικά

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.