transmission


transmission
Προφορά

{trænz’mıʃən, træns’mıʃən}

(Ουσιαστικό)
● μεταβίβαση
● μετάδοση
● διαβίβαση
● ασύρματος πομπή

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.