trammel


trammel
Προφορά

{‘træməl}

(Ουσιαστικό)
● εμπόδιο
● δίκτυο

(Ρήμα)
● δεσμεύω
● εμποδίζω
● παρεμποδίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.